κρυφοδαγκανιάρης

κρυφοδαγκανιάρης
-α, -ικο [κρυφοδαγκάνω]
1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρυφοδαγκανιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που δαγκάνει κρυφά. 2. αυτός που ύπουλα βλάφτει άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφοδάγκωτος — η, ο [κρυφοδαγκώνω] 1. κρυφοδαγκανιάρης 2. αυτός που δαγκώθηκε κρυφά, κρυφοδαγκωμένος …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδάκτης — κρυφοδάκτης, ὁ (Μ) [κρυφοδακώ] αυτός που δαγκώνει κρυφά, κρυφοδαγκανιάρης …   Dictionary of Greek

  • λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… …   Dictionary of Greek

  • λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”